- προόλκαιο
- το, Ν1. δίτροχο όχημα για την ρυμούλκηση τού κιλλίβαντα πυροβόλου2. το πρόσθιο μέρος τετράτροχου οχήματος που αποτελείται από δύο χωριζόμενα τμήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προολκή «έλξη προς τα εμπρός» + επίθημα -αιο (ουδ. τής κατάλ. -αίος). Η λ., στον λόγιο τ. προόλκαιον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.